προτροπήν

προτροπήν
προτροπή
exhortation
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προτροπή — η, ΝΜΑ [προτρέπω] 1. παρόρμηση, παρακίνηση (α. «οι προτροπές της δεν είχαν απήχηση» β. «ἡ Σωκράτους προτροπὴ ἡμῶν ἐπ ἀρετὴν», Κλειτ.) αρχ. 1. επείγουσα πρόσκληση («κατὰ τὴν προτροπὴν τῆς βουλῆς», πάπ.) 2. αυθόρμητη παρώθηση 3. απωστική δύναμη 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”